- ενδυναμωτικός
- η , ό[ν]1) усиливающий, подкрепляющий; укрепляющий; 2) восстанавливающий силы, тонизирующий (о пище, лекарствах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδυναμωτικός — ή, ό αυτός που δυναμώνει, ενισχύει, τονώνει ειδικά εξασθενημένους οργανισμούς («ενδυναμωτικά φάρμακα») … Dictionary of Greek